-
1 καλέω
καλέω, fut. καλέσω, ep. καλέσσω u. att. καλῶ, z. B. οὐκοῦν καλεῖς αὐτὸν καὶ μὴ ἀφήσεις Plat. Conv. 175 a; so med., καλεῖ καὶ τεύξει Soph. El. 959 in pass. Bdtg., wie καλεῖ – πεσεῖ Eur. Or. 1140; aber auch καλέσω, Aesch. 1, 67, Luc. u. a. Sp.; aor. ἐκάλεσα, ep. ἐκάλεσσα, auch Pind. Ol. 6, 58; ἔκλησα Nic. fr. 22; ἐπικλῆσαι Musae. 10; perf. κέκληκα, κέκλημαι, κεκλήαται, Ap. Rh. 1, 1128, ion. κεκλέαται, Her. 2, 164, opt. κεκλῇο, Soph. Phil. 119; aor. p. ἐκλήϑην, fut. pass. κληϑήσομαι, u. das der Bdtg nach dem perf. entsprechende κεκλήσομαι (s. unten); – rufen, – a) mit Namen rufen, nennen; ὃν Βριάρεων καλέουσι ϑεοὶ, ἄνδρες δέ τε Αἰγαίωνα Il. 1, 403; ἄρκτον ϑ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν 18, 487; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖϑι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, womit dich nannten, Od. 8, 550; pass., Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il. 2, 684; καλεῖσϑαί μιν τοῠτ' ὄνυμ' ἀϑάνατον Pind. Ol. 6, 56; ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν 9, 68; ψευδωνύμως σε δαίμονες Προμηϑέα καλοῠσιν Aesch. Prom. 86; ὥς σφας καλοῠμεν Εὐμενίδας Soph. O. C. 487; ὄνομα τί σε καλεῖν ἡμᾶς χρεών Eur. Ion 258; τί νιν καλοῦσα δυςφιλὲς δάκος τύχοιμι ἄν Aesch. Ag. 1205, wie soll ich sie recht nennen? in Prosa; ἐκαλέοντο τό πέρ τε ἠνείκαντο οὔνομα καὶ νῦν ἔτι καλέονται ὑπὸ τῶν περιοίκων Her. 1, 173; ὅπερ καλοῦμεν ὄνομα ἕκαστον, τοῠτ' ἔστιν ἑκάστῳ ὄνομα Plat. Crat. 483 b; τουτοισὶ σκέπασμασι τὸ ὄνομα ἱμάτια ἐκαλέσαμεν, wir gaben ihnen den Namen, Polit. 279 e, wie τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται κυνὸς σῆμα Eur. Hec. 1245; ἕκαστον τῶν ὀνομάτων οὐκ ἐπί τινι καλεῖς; Plat. Parm. 147 d; τὸ ἔργον, ἐφ' ᾧ καλοῦμεν τὸ ὄνομα Soph. 218 c, bei dem wir den Namen gebrauchen, das wir nennen; ϑερμόν τι καλεῖς καὶ ψυχρόν, du nennst Etwas warm, Phaedr. 103 c; ἐν τῷ καλουμένῳ ϑανάτῳ, im sogenannten Tode, Phaed. 86 d, oft bei Folgdn; bei 80. auch ἐπ' ὀνόματός τινα, Pol. 35, 4, 11; κέκλημαι, ich heiße, δικαίως ἀνδραποδώδεις κέκληνται Plat. Phaedr. 258 e, u. A. oft, wozu das fut. κεκλήσομαι gehört, ich werde heißen, Aesch. Pers. 736 Prom. 842; bei Dichtern auch oft so viel wie sein, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι Il. 4, 60, da ich deine Gattinn heiße, bin, vgl. 3, 138; ἠγάγετ' ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσϑαι ἄκοιτιν Hes. Th. 410; οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτός Aesch. Pers. 238; ἔνϑ' Ἑλλάνων ἀγοραὶ Πυλατίδες καλέονται Soph. Tr. 636, vgl. El. 233; οὐκ ἀνώνυμος ϑεὰ κέκλημαι Eur. Hipp. 1; ähnl. οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, die unter sie gerechnet werden, zu ihnen gehören, Xen. Cyr. 2, 1, 9. Vgl. noch σὴ κεκλημένη ἦν, sie wäre deine Tochter gewesen, H. h. Ap. 324; Λατοΐδα κεκλημένον, den Sohn des Apollo, Pind. P. 3, 67; Soph. El. 357 νῦν δ' ἐξὸν πατρὸς πάντων ἀρίστου παῖδα κεκλῆσϑαι, καλοῠ τῆς μητρός. – b) anrufen, die Götter, Ποσειδᾶνα Pind. Ol. 6, 58; ϑεούς Aesch. Spt. 205. 622 u. oft; Ζῆνα ὅρκιον καλῶ Soph. Phil. 1308, τούτων μάρτυρας καλῶ ϑεούς Tr. 1238; Ar. Ran. 479; καλῶ δ' ἐναντίον ὑμῶν τοὺς ϑεοὺς ἅπαντας Dem. 18, 141, öfter; Plat. Tim. 27 c u. Sp.; als Zeugen, Strab. VII, 303. – c) herbeirufen, zusammenrufen; ϑεοὺς ἀγορήνδε καλέσσαι Il. 20, 24; εἰς ἀγορὴν Ἀχαιούς Od. 1, 90 vgl. Il. 1, 402. 23, 203; κεκλήατο βουλήν, sie waren zum Rathe berufen, 10, 195; εὐμενεῖς γὰρ ὄντας ἡμᾶς τῶνδε συμβούλους καλεῖς, du berufst uns zu Rathgebern, Aesch. Pers. 171; ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσϑαι ταχεῖς Soph. Phil. 1069; σὲ προςμολεῖν καλῶ Ant. 72; ἔξω 74; τί με καλεῖς; Ar. Nubb. 223; παῖ, κάλει Χαρμίδην Plat. Charm. 155 b; auffordern, καιρὸς γὰρ καλεῖ πλοῠν σκοπεῖν Soph. Phil. 464; καλούσης τῆς πατρίδος πρὸς τὰ κοινά Plat. Ep. IX, 358 a; εἰς μαρτυρίαν Legg. XI, 937 a; ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη, mich ruft das Schicksal, Phaed. 115 a; ού παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι, als er sie rief zum Kriege, zum Heere zu kommen, Xen. An. 5, 6, 8; – bes. zum Gastmahl, in sein Haus rufen, einladen, Od. 10, 231. 17, 382 u. öfter; εἰς ϑοίνην Eur. Ion 1140; ἐπὶ δεῖπνον Xen. An. 7, 3, 18 Mem. 2, 3, 11; Plat. Conv. 213 a; ὑπὸ σοῦ κεκλημένος 174 d; κληϑέντες πρὸς Ξενόφρονα, zum X. eingeladen, Dem. 19, 196; ὁ κεκλημένος, der geladene Gast, Damox. Ath. III, 102 d; – in der Gerichtssprache, vor Gericht rufen, vorladen; vom Richter, ὁ ἄρχων ἐκάλει εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς ἀμφισβητοῦντας κατὰ τὸν νόμον Dem. 48, 25; ähnl. ἕως ἂν τὴν δίκην ἄρχων καλῇ Ar. Vesp. 1441, wie ἡ ἐμὴ δίκη καλεῖται Nub. 780; καλουμένης τῆς γραφῆς, als die Klage vorkam, Dem. 48, 43; vom Kläger, vor Gericht ziehen, belangen, Dem. 19, 211; häufig im med., καλοῦμαι Στρεψιάδην ἐς τὴν ἔνην τε καὶ νέαν Ar. Nubb. 1221; τὸν ἔχοντα καλείσϑω πρὸς τὴν ἀρχήν Plat. Legg. XI, 914 c. – Soph. τὰς ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, die ich dir anwünsche, O. C. 1387; med. = zu sich herbeirufen Phil. 228.
-
2 ἐπι-λέγω
ἐπι-λέγω, 1) noch dazu sagen, zu dem schon Gesagten hinzufügen, λόγον τόνδε Her. 2, 156 u. öfter; κεφαλὰς παραφέρει καὶ ἐπιλέγει ὡς, u. sagt dabei, 4, 65; παίζουσι ἐπιλέγοντες 5, 4; λόγους Plat. Legg. III, 700 e; τεκμήρια, Gründe dazu anführen, Thuc. 6, 28; ἔπεμπε – ἐπιλέγειν κελεύων τὸν φέροντα, u. trug ihm auf, dabei zu sagen, Xen. An. 1, 9, 26; vgl. Cyr. 1, 3, 7; Sp.; – zurufen, Ar. Equ. 416; – vorwerfen, App. B. C. 3, 18. – 2) auslesen, erwählen, τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Her. 3, 81; Sp.; gew. im med. für sich auslesen, Her. 3, 157; τῶν Εἱλώτων ἐπιλεξάμενοι τοὺς βελτίστους Thuc. 7, 19; Sp.; pass., ὑμεῖς καὶ τῶν ὁμοτίμων γεγόνατε καὶ ἐπιλελεγμένοι ἐστέ Xen. Cyr. 3, 3, 41; Sp.; ἀριστίνδην ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146, wo vor Bekker ἐπιλελεγμένοι stand. – 3) med., – a) erwähnen, nennen, Aesch. Suppl. 48. – b) überlegen, bedenken, Her. 1, 78 u. öfter; mit folgdm μή, 7, 149; auch = fürchten, 3, 65; ὡς εἴη, 1, 86; αἰσχύνην D. Hal. 9, 57. – c) lesen, durchlesen, Her. oft, βιβλίον, γράμματα, 1, 124. 3, 41; Paus. 10, 12, 10.
-
3 καλέω
Aκαλήμεναι Il.10.125
: [dialect] Ion. [tense] impf.καλέεσκον 6.402
; [ per.] 3sg.κάλεσκε A.R.4.1514
: [tense] fut., [dialect] Ion.καλέω Il.3.383
, [dialect] Att. , X.Smp.1.15, etc.; later , al., Ph.1.69, ([etym.] παρα-) D.8.14 codd., SIG656.40 (Teos, ii B.C.), ([etym.] ἐγ-) v.l. in D.19.133, cf. 23.123 codd. ( καλέσω in S.Ph. 1452 (anap.), Ar.Pl. 964, etc., is [tense] aor. 1 subj.): [tense] aor. 1 ἐκάλεσα, [dialect] Ep. ἐκάλεσσα, κάλεσσα, Od. 17.379, Il.16.693 (late [dialect] Ep.ἔκλησα Nic.Fr.86
, late Prose ἐκάλησα Ps.Callisth. 3.35): [tense] pf. , etc.:—[voice] Med., [dialect] Att. [tense] fut. , Ec. 864; in pass. sense, S.El. 971, E.Or. 1140, etc.; later καλέσομαι ([etym.] ἐκ-, ἐπι-) dub.l. in Aeschin.1.174, Lycurg.17: [tense] aor.1ἐκαλεσάμην Hdt.7.189
, Pl.Lg. 937a; [dialect] Ep.καλεσσάμην Il.1.54
, [ per.] 3pl. καλέσαντο ib. 270:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλήσομαι Il.3.138
, A.Th. 698 (lyr.), Pr. 840, etc.;κληθήσομαι Pl.Lg. 681d
, LXXGe.48.6, v.l. in E.Tr.13: [tense] aor.ἐκλήθην Archil.78
, S.OT 1359, Ar.Th. 862, etc.: [tense] pf. κέκλημαι, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.κεκλήαται A.R.1.1128
, [dialect] Ion.κεκλέαται Hdt.2.164
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] plpf.κεκλήατο Il.10.195
; opt.κεκλῄμην, κεκλῇο S.Ph. 119
, : late [tense] pf. κεκάλεσμαι Suid.s.v. κλητή.I call, summon,εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Od.1.90
;ἐς Ὄλυμπον Il.1.402
; ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε, Il.20.4, Od.2.348, Il.16.693: c. acc. only, κεκλήατο (for - ηντο) βουλήν they had been summoned to the council, 10.195: folld. by inf., αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι ib. 197;καιρὸς καλεῖ.. S.Ph. 466
;κἄμ' ὑπηρετεῖν καλεῖς Id.El. 996
; κ. τινὰ εἰς ἕ, ἐπὶ οἷ, Il.23.203, Od.17.330, etc.;εἰς μαρτυρίαν κληθείς Pl.Lg. 937a
;ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Id.Phd. 115a
; demand, require, : [tense] aor. [voice] Med., καλέσασθαί τινα call to oneself, freq. in [dialect] Ep., Il.1.270, Od.8.43, etc.;φωνῇ Il.3.161
;ἀγορήνδε λαόν 1.54
; call a witness, Pl.Lg.l.c.2 call to one's house or to a repast, invite (not in Il.), Od.10.231, 17.382, al., 1 Ep.Cor.10.27; later usu. with a word added,κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt.9.16
([voice] Pass.), X.Cyr.2.1.30, etc.;ἐς ἔρανον Pi.O.1.37
; ;ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Pl.Smp. 174d
, etc.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, D.19.196; ὁ κεκλημένος the guest, Damox.2.26.3 invoke,Δία Hdt.1.44
, cf. Pi.O.6.58, A.Th. 223; at sacrifices, Sch.Ar.Ra. 482;μάρτυρας κ. θεούς S.Tr. 1248
, cf. D.18.141:—[voice] Med.,τοὺς θεοὺς καλούμεθα A.Ch. 201
, cf. 216; also ; but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι which I call down on thee, S.OC 1385:—[voice] Pass., of the god, to be invoked, A.Eu. 417.4 as law-term, summon, of the judge, καλεῖν τινας εἰς τὸ δικαστήριον cite or summon before the court, D.19.211, etc.; simply καλεῖν ib.212, Ar.V. 851, etc.;ἐὰν μὲν καλέσῃ D.21.56
; also ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ calls on the case, Ar. V. 1441:—[voice] Pass., ; πρὶν τὴν ἐμὴν [ δίκην] καλεῖσθαι before it is called on, Ar.Nu. 780;καλουμένης τῆς γραφῆς D.58.43
; but,b of the plaintiff in [voice] Med., καλεῖσθαί τινα to sue at law, bring before the court, Ar.Nu. 1221, al., D.23.63;κ. τινὰ ὕβρεως Ar.Av. 1046
;κ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχήν Pl. Lg. 914c
; ὁ καλεσάμενος the plaintiff, PHal.1.224 (iii B.C.).5 with an abstract subject, demand, require, καλεῖ ἡ τάξις c. inf., CPHerm. 25ii7 (iii A.D.).6 metaph. in [voice] Pass., καλουμένης τῆς δυνάμεως πρὸς τὴν συναναληψίαν called forth, summoned, Sor.1.29.II call by name, name,ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί Il.1.403
, cf. Od.5.273, etc.;κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306
; , cf. A.Pr.86, etc.; ὄνομα καλεῖν τινα call him by a name,εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od.8.550
, cf. E. Ion 259, Pl.Cra. 383b, etc. (in [voice] Pass.,οὔνομα καλέεσθαι Hdt.1.173
, cf. Pi.O.6.56): without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; A.Ag. 1232;τοῦτο αὐτὴν κάλεον Call. Fr. 66b
; ([voice] Pass., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται shall be given to thy tomb, E.Hec. 1271); κ. ὄνομα ἐπί τινι give a name to something, Pl.Prm. 147d; but call (a man) a name because of some function, Id.Sph. 218c;κ. τινὰ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός Ev.Luc.1.59
;ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα Plb.35.4.11
:—[voice] Pass., to be named or called,Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il.2.684
; (lyr.); ὁ καλούμενος the socalled,ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ Hdt.6.61
;ὁ κ. θάνατος Pl.Phd. 86d
; οἱ τῶν ὁμοτίμων κ. X.Cyr.2.1.9; κεκλημένος τινός called from or after him, Pi.P.3.67;καλεῖσθαι ἐπί τινι LXXGe.48.6
;κέκληνται δέ σφιν ἕδραι Pi.O.7.76
.2 [voice] Pass., to be called, almost = εἰμί, esp. with words expressing kinship or status,ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Od.7.313
, cf. A.Pers.2 (anap.);ἀφνειοὶ καλέονται Od.15.433
; esp. in [tense] pf. [voice] Pass. κέκλημαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.4.61;φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις 3.138
; ; ;σὴ κεκλημένη.. ἦα h.Ap. 324
; ;οὔτινος δοῦλοι κέκληνται A.Pers. 242
, cf. S.El. 366, etc.3 special constructions, a. Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Alesios, Il.11.758;ἵνα κριοῦ καλέονται εὐναί A.R.4.115
;ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται X.HG5.1.10
, etc.: -so in [voice] Act., ἔνθα Ῥέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν where is the ford men call the ford of Rhea, Pi. N.9.41, cf. κικλήσκω, κλῄζω, κλέω.b folld by a dependent clause, ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν said that his name should be the same, Id.O.9.63; καλεῖ με πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i.e.καλεῖ με πλαστόν S. OT 780
; καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν we say that one who delivers teaches, Pl.Tht. 198b, cf. Smp. 205d;τὰς ἀμπέλους τραγᾶν καλοῦσιν Arist.HA 546a3
. -
4 ὁμότιμος
A equally valued or honoured, held in equal honour, Il. 15.186 ; μακάρεσσι with them, Theoc.17.16 ;μακάρων Nonn.D.7.103
: c. gen. rei, τῆς στρατηγίας ὁ. having an equal share in the command, Plu.Fab.9; οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, among the Persians, chief nobles, peers, X.Cyr.2.1.9, cf. 7.5.85 : as title at the court of the Ptolemies,οἱ ὁ. τοῖς συγγενέσι PTeb. 254
(ii B.C.), PPar.15.20(ii B.C.). Adv.- μως Aristaenet.1.3
, Phlp.in APr.13.20, in AP0.367.9.2 equal in degree,σηπεδὼν ἐν ἅπασι τοῖς ἀγγείοις Gal.10.745
. Adv.- μως Id.2.653
, al.;ὁ. οἱ χυμοὶ διασήπονται Id.10.606
, cf.Ascl.in Metaph. 226.32, Steph.in Gal.1.270 D.: c. dat.,τοῖς ἰδίοις.. γνωρίσμασι τὰ συνακολουθοῦντα πολλάκις ὁ. γράφων
no less than..,Gal.
9.385.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότιμος
См. также в других словарях:
Κάρολος Α’ — I (Carlos Ι, 1863 – 1908). Βασιλιάς της Πορτογαλίας (1889 1908). Ήταν γιος του βασιλιά Λουδοβίκου Α’. Διοίκησε τη χώρα του με απολυταρχικό τρόπο, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του λαού του. Επέβαλε βαριά φορολογία, περιόρισε τον αριθμό των… … Dictionary of Greek
ομοτιμία — η (ΑΜ ὁμοτιμία) [ομότιμος] η ιδιότητα τού ομότιμου, το να είναι κανείς ομότιμος, η ομοιότητα ή ισότητα ως προς την τιμή ή ως προς την αξία, ισοτιμία νεοελλ. ο θεσμός τών ομοτίμων, τών ευγενών φεουδαρχών τού μεσαίωνα οι οποίοι αναγνώριζαν ως… … Dictionary of Greek
Κονόγιε, Φουμιμάρο — (Fumimaro Konoe ή Konoye, Τόκιο 1891 – 1945). Ιάπωνας πολιτικός, πρωθυπουργός της Ιαπωνίας (1937 39, 1940 41). Προερχόταν από ευγενή και πλούσια οικογένεια, επηρεάστηκε όμως πολιτικά από τα σύγχρονα ρεύματα της δυτικοευρωπαϊκής σκέψης. Μετέφρασε… … Dictionary of Greek
Μαρμόν, Ογκίστ Φρεντερίκ Λουί Βιες ντε- — (Auguste Frederic Louis Viesse de Marmont, Σατιγιόν σιρ Σεν 1774 – Βενετία 1852). Δούκας της Ραγούζα (1808) και στρατάρχης της Γαλλίας. Έλαβε μέρος στις εκστρατείες της Ιταλίας και της Αιγύπτου και σε όλους τους πολέμους της αυτοκρατορίας. Το… … Dictionary of Greek